στήσαντες

στήσαντες
ἵστημι
make to stand
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • οινώ — οἰνῶ, όω (Α) [οίνος] 1. φέρνω κάποιον σε κατάσταση μέθης, μεθώ κάποιον 2. παθ. οἰνοῡμαι, όομαι α) μεθώ («μήπως οἰνωθέντες ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῑν ἀλλήλους τρώσητε», Ομ. Οδ.) β) (για νερό) μεταβάλλομαι σε κρασί γ) πίνω κρασί σε μέτρια ποσότητα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”